Τετάρτη 2 Ιουλίου 2014

TO ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ ΑΛΩΝΙΣΜΑ ΣΤΗ ΡΟΥΜΕΛΗ

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

ΑΛΩΝΙΣΤΙΚΗ..ΑΝΑΜΝΗΣΗ ΤΟΥ ΑΕΙΜΝΗΣΤΟΥ  ΡΟΥΜΕΛΙΩΤΗ  ΛΟΓΟΤΕΧΝΗ ΔΗΜΗΤΡΗ  ΣΤΑΜΕΛΟΥ

T' αλώνισμα του παλιού καλού καιρού στα Ρουμελιώτικα χωριά , ένα πραγματικό πανηγύρι για μεγάλους , μα και...παιδιά.......

Απ' τα " ΛΙΔΩΡΙΚΙΩΤΙΚΑ " 1983 , του αξέχαστου Λιδορικιώτη Γιώργου Καψάλη , ας δούμε πως θυμάται και καταγράφει ο αείμνηστος Δημήτρης Σταμέλος , καλός-καλός φίλος , το Ρουμελιώτικο παλιοκαιρίτικο αλώνισμα , απολαύστε το :

Εδώ πέρα στ' αντίπερα , στα πέτρινα τ' αλώνια

όπ' αλωνίζουν δώδεκα και δέκα τρεις λιχνάνε ,

η Μάρω με τη βάβα της αργοκοιτάει τον ήλιο .

- Μάρω μ', της λέει η βάβα της , κάτσε κατά τον ίσκιο ,

να μη σε βρει ο κουρνιαχτός , μη σε μαυρίσει ο ήλιος .

Κι' η Μάρω στέκει ολόστητη κι' αυτό το λόγο λέει :

- Κι' αν με 'ραχνιάσει ο κουρνιαχτός

κι' αν με ραχνιάσει ο ήλιος

εγώ τον πρώτο λιχνιστή άντρα μου θα τον πάρω .

   Το δημοτικό αυτό τραγούδι δείχνει πόσο δεμένο με την ομορφιά και τη βαθύτερη συναισθηματική γοητεία του ανθρώπου , ήταν το αλώνισμα , σε παλιότερους καιρούς , στα χωριά μας . Τότε που μέσα στο στρώσιμο των χρυσών δεματιών , στο λίχνισμα , στων αλόγων και του βαλμά το ξάναμα , ανυψώνονταν μελωδική η ευχαριστήρια φωνή για του καρπού το θησαύρισμα . Ήταν η ανταμοιβή του μόχθου κι' ήταν ο ανασασμός της ελπίδας που ξάνοιγε καινούργιες χαρές στους δαντελλένιους ορίζοντες , στην ομορφιά της γης και στην απλοχωριά της καρδιάς τους .

   Το αλώνισμα σε κείνους τους καιρούς , είχε μια μορφή ποιητικής εξιδανίκευσης κι' ομορφιάς ξεχωριστής , έτσι καθώς γίνονταν με τ' άλογα που τα φέρναν στο χωριό οι βαλμάδες η αλωνισταραίοι καθώς τους έλεγαν . Ετούτοι ήταν βλάχοι που ξεκαλοκαίριαζαν στα κοντινά βουνά και κάθε χρόνο έκαναν συντροφιές και γύριζαν από χωριό σε χωριό κι' αλώνιζαν , παίρνοντας , συνήθως , την αμοιβή τους σε καρπό . Κάθε βαλμάς είχε τους δικούς του νοικοκυραίους που θ' αλώνιζε την παραγωγή τους , σχεδόν τους ίδιους κάθε χρόνο .

   'Οσο για τ' αλώνια , αυτά ήταν καμωμένα είτε με όμορφη καλοπελεκημένη πέτρα η και με σκέτο χώμα που τ' άλειβαν στην επιφάνειά του με γελαδοσβουνιά , γιατί καθώς ξηραίνονταν η λάσπη δεν υπήρχε κίνδυνος να σκάσει το χώμα και ν' ανακατευθεί με το σιτάρι . Φυσικά τα πιο εξυπηρετικά ήταν τα πετράλωνα που χρειάζονταν να καθαρισθούν μονάχα μια φορά το χρόνο , από τα χόρτα που έβγαιναν ανάμεσα στις χαραμάδες που άφηναν οι πέτρες . Τα πετράλωνα τα κατασκεύαζαν ειδικοί μαστόροι . Στο κέντρο του αλωνιού υπήρχε , καλά μπηγμένο ένα γερό ξύλο , που το λεγαν στρίγερο ή στρουιρό . Από κει έδεναν τις τριχιές με τις οποίες ήταν δεμένα κι' έφερναν γύρες μέσα στ' αλώνι τ' άλογα .

   Πιο πέρα απ' τ' αλώνι υπήρχε ένας χερσότοπος , όπου και στήνανε οι χωριανοί τις θημωνιές τους , μια που τ' αλώνια ήταν συνήθως κοινοτικά και τα χρησιμοποιούσαν με τη σειρά . Κάθε φορά που ένας αλώνιζε και τελείωνε με το ξανέμισμα και μάζευε τον καρπό του , όποιος προλάβαινε κι' έστηνε δίπλα στο στρίγερο ένα δεμάτι σταριού , εκείνος θ' αλώνιζε . Κανένας δεν χάλαγε τη σειρά , γιατί πίστευαν πως αυτό θα ήταν κακό για την επόμενη σοδειά τους .           

   Επίσης μαλώματα , την περίοδο του αλωνίσματος και μάλιστα κοντά στ' αλώνια , τα θεωρούσαν κακοσημαδιά και τ' απέφευγαν με κάθε τρόπο . Τώρα που ήταν η ώρα του καρπού , έπρεπε , περισσότερο , να υπάρχει αγάπη ανάμεσά τους .

   Η ατμόσφαιρα αυτή του αλωνίσματος είχε κάτι από την ομορφιά και την ποίηση των " Ειδυλλίων " του Θεοκρίτου , με την θάλασσα των χρυσών σταριών που γιόμιζαν τ' αλώνια , με τους νοικοκυραίους όλο χαμόγελο και κέφι , με τους βλάχους ντυμένους με τα βαρειά σκουτιά τους , το στριφτό μουστάκι , τα σελάχια και το τραγούδι το λεβέντικο . Ήταν να καμαρώνεις και να χαίρεσαι αυτή τη γοητευτική ατμόσφαιρα . Αντιβούιζε το χωριό κι' οι ρεματιές και τα σύρραχα απ' τις φωνές των βαλμάδων που έτρεχαν από κοντά στα σπαθάτα τους άλογα, καθώς εκείνα κομμάτιαζαν το στάρι . Δεμένο γερά με χοντρές τριχιές από τον στρίγερο , φρούμαζαν και πηδούσαν μέσα στο απλωμένο χρυσάφι του σταριού , κι' οι νοικοκυραίοι από γύρα με τα ειδικά σύνεργα , τα ξύλινα η σιδερένια δικούλια , πρόσεχαν μην ξεχειλίσει το στάρι από τις άκρες τ' αλωνιού . Κι όλοι , αλωνιστάδες και νοικοκυραίοι , είχαν κέφι στην καρδιά και το τραγούδι στα χείλη ,ένα τραγούδι που μιλούσε για την πληρωμή του ανθρώπινου μόχθου , για την αμοιβή του κόπου τους , για τον καρπό που θα γιόμιζε τ' αμπάρια του σπιτιού .

image

   Θα γνωρίσουμε στη συνέχεια , αυτή την ατμόσφαιρα της προετοιμασίας για τ' αλώνισμα σε ρουμελιώτικο χωριό . εδώ και κάμποσα χρόνια . Στο πετράλωνο ένα αντρόγυνο στρώνει τα δεμάτια κι' ετοιμάζεται για το πανηγύρι του αλωνίσματος , καθώς αχνοροδίζει , στις κοντινές κορφούλες , η ανάσα της καλοκαιριάτικης αυγής . Είναι δυο ηλικιωμένοι χωριάτες . Ο άντρας πλησιάζει τα εξήντα ενώ η γυναίκα του κάπου δέκα χρόνια μικρότερή του .Καθώς το έργο κινάει το χαρούμενο δρόμο του , κινάει κι' ο λόγος , λόγος απαντοχής κι' ελπίδας στην καρδιά τους , ένας λόγος που συνδυάζεται και με τη χαρακτηριστική ομορφιά του εθίμου .

-- Χάραξε για καλά γυναίκα , και λόγου μας δε στρώσαμε ακόμα τ' αλώνι . Όπου να ‘ναι θα φανούνε κι' οι βαλμάδες .

-- Όλα θα τα προλάβουμε , αφέντη . Έχει ο Θεός . Έτσι μπόλικος που είναι ο καρπός , μεγαλώνει πιότερο κι η λαχτάρα της καρδιάς μας . Όσο για τους βαλμάδες δεν είναι δα και τόσο εύκολο να φτάσουν από τα τσοπάνικα λημέρια , νωρίς - νωρίς . Ο δρόμος είναι κάμποσος και δεν πρέπει να κουραστούνε κι ίδιοι και τ' άλογά τους .

image

-- Να κουραστεί ο Τριτσιμπίδας κι' ο Λιαροκάπης , γυναίκα ; Αυτοί παίρνουν περαταριά χωριά και χωριά με τ' άλογά τους . Οι καλύτεροι αλωνιστάδες . Και ξέρεις σόι πάει το βαλμαλίκι . Αλωνιστάδες πάππου προς πάππου . Άξιοι , χεροδύναμοι κι άνθρωποι με μπέσα . Έτσι και σου πουν την τάδε ώρα , τη τάδε μέρα , θα ρθούνε , να μη κρατήσουν το λόγο τους δε γίνεται . Ο κόσμος , που λέει ο λόγος , να χαλάσει , θα 'ρθούνε . Με το φεσάκι τους στραβά , μόλις που να κρύβει τα κατσαρά τους τα μαλλιά , με τη φέρμελη , το σελάχι , τη σκαλισμένη γκλίτσα και το κοντοκάπι .Ετούτοι την κρατάνε τη λεβέντικη , τη ρωμαίικη τη φορεσιά . Και με τι καμάρι , αληθινά όπως της ταιριάζει . Μιλάω για βιασύνη κι απολησμονήθηκα στην κουβέντα . Μα έτσι όμορφα που είναι όλα τριγύρω μας . Τόση ομορφιά και τόση καλοσύνη ! Ο Θεός που σκόρπισε μ' απλοχεριά την ομορφιά ολόγυρά μας , δίνει τώρα περίσσια και τη χαρά στην καρδιά μας , με τον πλούσιο καρπό . Να κόψω ένα ξύλο σταυρωτό να το μπήξουμε στο στροϊρό , καταμεσής στ' αλωνιού το χρυσαφένιο πλάτος όλα να πάνε καλά στην ευλογημένη τούτη μέρα .

-- Να το μπήξεις αφέντη , κι' απέ να βάλουμε στη ρίζα του , κάτω από τα τρία πρώρα δεμάτια , μπόλικο λιβάνι , ένα τριμμένο δαφνόφυλλο από τα βάγια που κρατάμε στο εικονοστάσι και τρία μεγάλα σκόρδα , με την πλεξούδα τους . Μάτι να μην πιάσει τ' άλογα . Θυμάσαι δα τι έπαθαν , πρόπερσι , οι Κωστακαίοι που χασαν πάνω στ' αλώνι την καλύτερη σαρακατσάνικη φοράδα ;

-- Αν θυμάμαι λες , γυναίκα . Μπορεί ν' απολησμονήσει κανένας το μεγάλο το κακό , να σκάσει το πράμα μέσα στ' αλώνι από το μάτι . Μα τι φοράδα ήτανε εκείνη ! Τεφαρίκι ολάκερο . Χλιμίντραγε σα να τραγούδαγε . Σπαθάτο , άξιο , πρώτο στ' ασκέρια των βαλμάδων . Έλεγα πολλές φορές στον αφέντη του : " Μωρέ συμπέθερε , ρίχνε καμιά φορά κι' από λίγο αγιασμό στη φοράδα να μην την πιάσει τι κακό μάτι . Κρέμασέ του και κανένα χαϊμαλί με το κοκαλάκι της νυχτερίδας μέσα σε χρυσοκλωστές " . Που ν' ακούσει ο βλάχος . Ώσπου ήρθε η κακή η μέρα που να μη δευτερώσει . Είχανε φτάσει στη μεσιά τ' αλωνιού , ότι τσάκιζε η καλαμιά , σαν πέρασε από κει η κακίστρα η γριά Λούτινα , το κακό μάτι του χωριού . " Η ώρα η καλή είπε ξερά ". Κι' από μέσα της " Μωρέ τι φοράδα είναι τούτη ! ". Κι'έφυγε κατά το κεφαλάρι . Και το κακό δεν άργησε . Φρένιασε το πράμα , πέφτει κάτου , σπαρταράει . Πριν προλάβουμε να του διαβάσουμε το ξόρκι και να το σταυρώσουμε , έσκασε . Μάτι να σου πετύχει ! Σκόρδο και λιβάνι στα μάτια σου κακίστρα γριά Λούτινα , μακριά από τ' αλώνι και την προκοπή μας . Να βάλεις σταυρωτά τα πέντε πρώτα δεμάτια .

   Κοιτώντας κατά την ανατολή , δοξολογώντας το Θεό για τη χαρά που μας δίνει με τον μπόλικο καρπό . Ν' αποσώσουμε , αφέντη , το στρώσιμο κι' απέ σα φτάσουν οι βλάχοι με τα πράματα , να κοιτάξω την ετοιμασία του μεσημεριάτικου . Πάντα κάτου από την πυκνή των δέντρων φυλλωσιά φρέσκο και δροσερό θα ‘ναι το νερό και παραδίπλα το παγούρι με το τσίπουρο . Οι βλάχοι το τραβάνε το τσίπουρο .
   Μη δα το ‘χουνε και στα κονάκια τους , γυναίκα . Εκεί άλλο από μυζήθρα , ξυνόγαλο και χλωροτύρι μη δα κι' έχουνε και τίποτες άλλο . Σαν κατεβαίνουν στα χωριά το ρίχνουν στο πιοτό . Κρασί θα ‘χουμε βέβαια ακόμα στο μεγάλο βαγένι . Να τραβήξουμε καμιά νταμιζάνα , το μεσημέρι , σαν αποσώσουμε τ' αλώνισμα .
   Και βέβαια έχουμε , αφέντη . Κι' έτσι πλούσιο θα ναι το τραπέζι της τρανής γιορτής . Πίττες και σαλάτες και τυριά και μεζεκλίκια μπόλικα .
Όσο για την πίττα θα την θυμούνται κι' από πέρυσι , γυναίκα , τόσο καλή που βγαίνει από τα χέρια σου . Καλά συρμένο το πέτρο , με το τυρί και το βούτυρο στην κανονική τους αναλογία , ροδοψημένη στη γάστρα . Να τρως και να γλείφεις και τα δάχτυλά σου . Λέω να φωνάξουμε και την ανηψιά μας , τη Λαμπρινή , να μας βοηθήσει σα θ' απλώσει το στάρι και θα γιομίσει το πετράλωνο , καρπό κι' άχυρο .
Θα τα βόλέψουμε μοναχοί μας , Θανάση . Μη χολοσκάς . Μπορεί λιγάκι να μας βοηθήσει στο πρωτογύρισμα . Βάνω σταυρωτά τα πρώτα δεμάτια . " Η ώρα η καλή , αφέντη , κι' ο Χριστός κι' οι άγιοι κοντά μας ".
   Αμήν . Τι βλέπω , Διαμάντω . Να σαι καλά που όλα τα θυμάσαι και τα προσέχεις καθώς ταιριάζει . Έβαλες κιόλας στην ασημένια κούπα τρία κομμάτια μοσχολίβανο να σταυρώσεις τον στρίγερο και τα πρώτα δεμάτια και το μπουκάλι με τον αγιασμό να ρίξεις στο σιτάρι , για το καλό .
   Όλα πρέπει να γίνουν , αφέντη . Για το καλό το δικό μας , για τη σοδειά και την πρκοπή μας . Για το καλό του χωριού ολάκερου . Του λόγου σου μην απολησμονήσεις το σταυρόχορτο και το μαυρομάνικο το μαχαίρι στο στρίγερο .
   Το σταυρόχορτο είναι από χτες κομμένο , γυναίκα . Να του βάλω μια άσπρη κλωστή κι' απέ θα το στήσω στην κορφή του στρίγερου . Παραδίπλα καρφωτό το μαυρομάνικο μαχαίρι με την ολοκέντητη λαβή , ν' αποδιώχνει το κακό το μάτι απ' τη χαρά τ' αλωνιού . Όπου να ναι θα φανεί κι' ο Λιαροκάπης με το Ντορή και το Μούρκο . Μονάχα του λόγου του απόμεινε να φοράει τη φουστανέλα από το βλάχικο συνάφι που κατεβαίνει στο χωριό για τ' αλώνισμα . Οι άλλοι του συναφιού φοράνε μονάχα τη φέρμελη , το γιλέκο και τη μακριά τη μπουραζάνα , ίδια φουσκωμένη βράκα .

    Ο Λιαροκάπης όμως δεν αποχωρίζεται τη φουστανέλα κι' έτσι καθώς τρέχει από κοντά στ' άλογα κι' ανεμίζει στο αλαφρό τ' αεράκι , νοιώθεις την ομορφάδα και τη λεβεντιά της φορεσιάς που μοσχοβολάει παλληκαριά . Άργεψε λιγάκι να φανεί , μα πρέπει ξημερώματα να βοσκήσει λιγάκι στο τρανό λιβάδι και τ' άλογα . Λιγάκι , καθώς λέει κι' ο ίδιος . Μη βαρύνουν πολύ και δεν έχουν την αλαφράδα να πετάνε πάνω στο χρυσάφι τ' αλωνιού . Σκέψου , γυναίκα , . Τόσο χρυσάφι απλωμένο μπροστά μας . Πόσος κόπος χρειάστηκε να γίνει δεμάτι και καρπός . Σπαρμουδιά , βοτάνισμα , θέρισμα , κουβάλημα , θημώνιασμα . Και τώρα το πανηγύρι τ' αλωνιού . Ο μεγάλος κόπος γίνεται τραγούδι και τ' όνειρο που το θερμαίναμε τόσο καιρό στην καρδιά μας , γίνεται καρπός , η χαρά κι' η ομορφιά της ζωής μας .
   Έτσι είναι αφέντη . Προσμένοντας και δουλεύοντας με την πίστη στην καρδιά , τ' όνειρο παίρνει το δρόμο του . Γίνεται από πράσινο χορτάρι , χρυσάφι και καρπός . Ευλογημένο τ' όνομα του Θεού , που μας αξίωσε και φέτος πάλι την ίδια χαρά να δοκιμάσουμε ! Χρόνια τώρα λαχταράμε τούτη την ώρα . Φοβόμαστε μην ανοχέψει το χωράφι . Από κοντά μην του λείψει η έγνοια κι' η φροντίδα μας . Με τη λαχτάρα μη δεν έχει στην ώρα του τη βροχή για να μεστώσει ο καρπός . Μην το κάψει ο λίβας . Κι' όμως όλα γίνονται κάθε φορά , τόσο καλά , με την βοήθεια του Παντοδύναμου . Ακούω τραγούδια από το Μεγάλο Διάσελο . Του λόγου σου , που γνωρίζεις καλύτερα τη φωνή του Λιαροκάπη , για αφουγκράσου , μην έρχεται να συνταρχίσουμε περσότερο και των δεματιών το στρώσιμο , μην έρθει κι άστρωτο τ' αλώνι το βρει .
   Τι όμορφο και περήφανο τραγούδι ! Του λόγου του είναι . Δε φαίνεται , γιατί τα πυκνά τα ελάτια κρύβουν βαλμά κι' άλογα . Είναι βέβαια κάμποσος δρόμος ως εδώ κι' έτσι που 'ρχεται με το ραχάτι του , τραγουδώντας , θα κάμει ως μισή ώρα πάνου κάτου . Κι' έτσι προλαβαίνουμε , γυναίκα . Όλα θα γίνουν καθώς πρέπει , όμορφα και καλοσυνάτα . Θα ρθει και λόγου του , άντρας που τα πέρασε τα πενήντα πέντε κι' όμως έχει την ελαφράδα δωδεκάχρονου παιδιού . Ισιόκορμος , δυνατός , περήφανος . Άνθρωπος με τόσες έγνοιες , πρωτοτσέλιγκας δα τι άλλο . Κι' όμως βαστιέται κι' αντέχει σ' όλα . Στη δουλειά και το τραγούδι . Εκείνος στα διάσελα και τα κοπάδια , εμείς στα χωράφια , τους ποτιστάδες και τα μποστάνια .

   Ο καθένας στη δουλειά του . Να ναι καλά και λόγου του με γερό μαξούλι από τα πράματά του και λόγου μας με μπόλικο καρπό στ' αμπάρια μας .
   Πάντα με τη βοήθεια του Μεγαλοδύναμου , αφέντη . Πάντα για την προκοπή , για τη χαρά και την απαντοχή της ομορφιάς που με τον καρπό τον περίσσιο δένεται . Πάντα με το τραγούδι . Με το χαρακτηριστικό αυτό εθιμογραφικό τρόπο στρώνονταν τα δεμάτια στ' αλώνι . Σε λίγο φτάναν οι βαλμάδες κι' άρχιζε τ' αλώνισμα . Με τις ευχές : " Η ώρα η καλή " και " Καλά μπιρικέτια " βάζαν τ' άλογα στ' αλώνι , ενώ ο ήλιος που πύρωνε , βοηθούσε να λιώσουν γρήγορα τα δεμάτια και τα χειρόβολα .

    Οι αλωναραίοι , αν ήταν δυο , άλλαζαν κάθε τόσο για να παίρνουν μια ανάσα στον ίσκιο των δέντρων που βρίσκονταν εκεί κοντά , πίνοντας κι' από κανένα τσίπουρο . ως το μεσημέρι το στάρι τσακίζονταν κι' ήταν για γύρισμα . Γύριζαν τότε το σιτάρι κι' ύστερα κάθονταν , σταυροπόδι η σε καμιά ξύλινη τάβλα , και το ρίχναν στο φαγοπότι . Το μεσημεριάτικο αυτό φαγητό είχε πραγματικά τη μορφή μικρού πανηγυριού . Κύριο φαγητό η κολοκυθόπιτα , με τυρί και αρκετό φρέσκο βούτυρο . Από κοντά οι σαλάτες , με τυρί και μπόλικα φρούτα . Καινούργια δουλειά σαν τέλειωναν το φαγητό . 

   Ύστερα το μάζεμα του καρπού και του άχυρου και τελευταία το ξανέμισμα η λίχνισμα , κυρίως το βράδυ που ο άνεμος βοηθούσε σε τούτο περίσσια . Έτσι ολοκληρώνονταν το αλώνισμα του σιταριού , σε μια ιδιαίτερα γραφική ατμόσφαιρα , όπου η λαχτάρα της καρδιάς έπαιρνε τη λάμψη και την ομορφιά του φυσικού χώρου σ' ένα παράλληλο συνδυασμό του έθιμου του παλιού καλού καιρού “ .

   Έτσι λοιπόν , είδε , θυμόταν και κατέγραψε το αλώνισμα , με τον παλιό παραδοσιακό τρόπο , στα χωριά της Ρούμελης , ο αξέχαστος φίλος του Λιδορικιού , λογοτέχνης και δημοσιογράφος Δημήτρης Σταμέλος , απ' το Μαραθιά Ευρυτανίας .
   Για ενημέρωσή σας , σας δίνουμε μερικές ακόμα σχετικές φωτογραφίες , απ' το αλώνισμα , το λίχνισμα , έτσι για να ‘χετε μια εικόνα αυτού του μικρού πανηγυριού , όπως έγραφε κι' ο αείμνηστος , αγαπημένος φίλος Δημήτρης , που είχε έρθει πάρα πολλές φορές στο χωριό μας , και σαν ομιλητής αλλά και σαν φίλος-επισκέπτης , με μια πάντα ..καλοκαιρινή απαίτηση , έλεγε στη μάνα μας : Θειά Κικούλα , όχι..κρεατικά , για φαγητό , ..φασουλάκια , ξέρεις εσύ..με μπόλ’κο λαδάκ’ και…ντουματούλα.….(..Καρπενησιώτης βλέπετε ο αξέχαστος Δημήτρης ..γνήσιος..) .

                                       Καλό σας βράδυ

ΑΛΩΝΙΑ - ΑΛΩΝΙΣΤΑΔΕΣ ( ΒΑΛΜΑΔΕΣ )

ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ

image

Γράψαμε στο χθεσινό σχετικό λαογραφικό μας  σημέιωμα , όλη τη διαδικασία του “ αλωνίσματος “ , αναφερόμενοι πάντα , στην προπολεμική περίοδο , αλλά και στήν μεταπολεμική , μέχρι που εμφανίσθηκαν οι αλωνιστικές μηχανές , οι  “ Πατόζες “ όπως τις έλεγαν , το γιατί βέβαια δεν το γνωρίζουμε .

Αλώνισμα 1

    Όσο λοιπόν το αλώνισμα γινόταν με τον παραδοσιακό τρόπο , με τα ζώα δηλαδή και τους “ βαλμάδες “ τά αλώνια ήταν απαραίτητα για να γίνεται το αλώνισμα , και ήταν και ..μπόλικα στο χωριό μας , 37 σύμφωνα με τις “ Αναμνήσεις “ της αείμνηστης Σοφίας  Παλαιολόγου , και οι ιδιοκτήτες τους ήταν οι ακόλουθοι : Δεδούσης , Δούκας , Δρόσος Χαράλαμπος , Ζόγκζας Κων/νος , Ζόγκζα Σοφία , Ζώης , Κάγκαλος Αθανάσιος , Κάγκαλος Ανδρέας , Κάγκαλος Γεώργιος , Κάγκαλος Ηλίας η Κουφολιάς ( Κ’φολιάς ) , Κανδρής , Κάππος , Κιντώνης , Κλώσσας , Κόκκινος η Κορδοπλής , Κολοκύθας , Κρυστάλλω ( Κστάλλω ) , Κωστοπαναγιώτου , Λακαφώσης , Λιάγγουρας , Μαλάμος , Μαργέλλος η Αρπάλης , Μαργέλλος η Σαψαρής , Μάρκος Αλέξανδρος , Μίχος , Ντζιούρας , Πανάγος , Παπαιωάννου , Πέτρου Χαράλαμπος , Πλιάνος Κων/νος , Πουρνιάς Αλέξανδρος , Πουρνιάς Γεώργιος , Σκούτας , Σούλιος , Σφέτσος , Σακαρέλλος , Φωτόπουλος .

image

   Βέβαια χωρίς τα ..ζωντανά και τους “ βαλμάδες “ αλώνισμα  δεν γινόταν και απ’ ότι μας λέει η Σοφία Παλαιολόγου στις “ αναμνήσεις “ της , οι Λιδορικιώτες  “ βαλμάδες “  ήταν οι παρακάτω :

   Ασημακόπουλος Νίκος   η   Καπακάς

   Γεροδήμος   Αλκιβιάδης

   Δρόσος  Χαράλαμπος η  Χαραλαμπάκης

   Μαργέλλος  Κωνσταντίνος  η  Καραγιάννης

   Πανάγος  Σπυρίδων

   Πανάγος Νικόλαος

   Παπαδάκης  Κωνσταντίνος η  Μπαζές

  ……..Και μετά ήρθαν..οι αλωνιστικές μηχανές , οι…πατόζες , όπως τις λέγανε ..για τις οποίες θα μιλήσουμε  άλλο βράδυ .

ΛΑΟΓΡΑΦΙΚΑ ΙΟΥΛΙΟΥ

 

 

    H προετοιμασία τ' αλωνιού , η ώρα τ' αλωνίσματος πλησιάζει , οι βαλμάδες ταχτοποιούν το...στρίαλο και τις τριχιές ....

Τα δεμάτια συγκεντρώνονται στ' αλώνι , όλα ετοιμάζονται για τη μεγάλη στιγμή....


   Η..μηχανοποίηση του αλωνίσματος , αλωνιστική μηχανή , απ' τις πρώτες , που κυκλοφόρησαν στα μέρη μας , δεν ήταν αυτοκινούμενες , αλλά μεταφέρονταν συρόμενες από τρακτέρ , η πρώτη που κυκλοφόρησε ήταν του Μαναγλιώτη και του Τεμπέλη , σαν κι' αυτή της φωτογραφίας .

IOΥΛΙΟΣ  -  ΙΟΥΛΗΣ  -  ΑΛΩΝΑΡΗΣ

   Σε μια εξέχουσα ρωμαϊκή προσωπικότητα οφείλει ο Ιούλιος μήνας το όνομά του , στον Γάιο Ιούλιο Καίσαρα . Αυτός διοργάνωσε το Ρωμαϊκό κράτος και κατάφερε να ενοποιήσει πολιτικά , στρατιωτικά και πολιτιστικά  τα ποικίλα έθνη που είχαν κατακτήσει οι Ρωμαίοι , δημιουργώντας έτσι την απέραντη Ρωμαϊκή αυτοκρατορία .

   Στον ίδιο οφείλεται η μεταρρύθμιση και η καθιέρωση του ρωμαϊκού ημερολογίου από το 46 π.Χ. σ' όλη τη ρωμαΙκή επικράτεια , αυτού που ονομάσθηκε ι ο υ λ ι α ν ό η μ ε ρ ο λ ό γ ι ο και διατηρήθηκε μέχρι το Μάρτιο του 1923 . Τότε αντικαταστάθηκε από το   γ ρ η γ ο ρ ι α ν ό .

   Για το λαό όμως ισχύουν άλλοι κανόνες , οι κανόνες της ζωής και της επιβίωσης . Γι' αυτό και σε κάθε μήνα έχει δώσει διάφορα δικά του ονόματα , ανάλογα με το περιεχόμενό του και τις ασχολίες με τις οποίες τον τροφοδοτεί . Ονομάζει τον Ιούλη Α λ ω ν ά ρ  η   κι' Α λ ω ν ι σ τ ή , γιατί τότε στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας αλωνίζουν τα σταροκρίθαρα , Γ υ α λ ι σ τ ή  και  Γ υ α λ ι ν ό , γιατί ωριμάζουν τα σταφύλια και γυαλίζουν οι ρώγες τους , Χ ο ρ τ ο θ έ ρ η , Χ ο ρ τ ο -κ ό π ο γιατί κόβουν το χόρτο , Χ α σ κ ό μ η ν α  η   Φ ο υ σ κ ό μ η ν α , γιατί φουσκώνουν τα σύκα .

   Το μεγαλύτερο ενδιαφέρον των αγροτών επικεντρώνεται στο αλώνισμα , που θα φέρει το στάρι και το κριθάρι , κι εκείνα με τη σειρά τους το πολυπόθητο ψωμί , βασική τους τροφή . Είναι η ώρα που ο γεωργός θα δρέψει τους καρπούς τόσων κόπων και θα εξασφαλίσει το ψωμί των παιδιών του , αν η σοδειά είναι καλή και προφτάσει να την αποθηκεύσει , αλλιώς θα πει το " ψωμί ψωμάκι ".

   Μέχρι εκείνη την ώρα τον ζώνουν χίλιοι φόβοι , φοβάται το κακό μάτι , τη φωτιά , τη βροχή και το χαλάζι , που μπορούν να καταστρέψουν τον κόπο του . Φοβούνται κι οι αμπελουργοί για τ' αμπέλια τους και όλοι προσπαθούν με διάφορες πράξεις να εξουδετερώσουν τους εχθρούς .

   Θα δούμε πως γινόταν το αλώνισμα παλιά , πριν μπουν στη ζωή των αγροτών οι αλωνιστικές μηχανές . Το αλώνισμα είναι δουλειά σκληρή κι' αυτή , γιατί θέλει γρηγοράδα κι' αντοχή κάτω απ' τις καυτερές ακτίνες του ιουλιανού ήλιου . Γίνεται με άλογα η βόδια που γυρίζουν γύρω γύρω στ' αλώνι . Τ' άλογα γρήγορα και πηδηχτά , τα βόδια αργά , βαριά και σταθερά . Πατούν και τρίβουν τα στάχυα , ώστε να ξεχωρίσει το άχυρο απ' τον καρπό .

    Μετά έχει σειρά το λίχνισμα : σηκώνουν ψηλά , με το ξύλινο λιχνιστήρα τα άχυρα κατά κει που φυσάει ο άνεμος , ώστε να τα παρασύρει παραπέρα και να μείνει στ' αλώνι μόνο ο καρπός . Όταν τελειώσει η δουλειά , μαζεύουν το στάρι η το κριθάρι σωρό , το σταυρώνουν με το φτυάρι η το λιχνιστήρα και χαράζουν γύρω απ' το σταυρό ένα κύκλο . Έτσι εξασφαλίζουν τη συγκομιδή από κάθε βάσκανο μάτι . Ύστερα καρφώνουν το φτυάρι η το λιχνιστήρα στη μέση του σωρού κι' αρχίζουν να ρίχνουν καρπό απ' το σωρό πάνω σ' αυτά τα εργαλεία , ενώ εύχονται " και του χρόνου "

   Και στα  θ α λ ύ σ ι α , γιορτή των αρχαίων Ελλήνων , μετά το αλώνισμα έμπηγαν πάνω στο σωρό του λιχνισμένου σταριού ένα φτυάρι . Ακολουθεί το μέτρημα του καρπού με το απλοπίνακο ( 1/4 του μοδιού )και πολλές φορές η πράξη αυτή παίρνει τελετουργική μορφή , π.χ. στην Κάρπαθο . Στα παλιότερα χρόνια , όταν γινόταν το μέτρημα , παραβρίσκονταν κι' όσοι δικαιούνταν να πληρωθούν για τη δουλειά τους με καρπό : ο αγροφύλακας , ο παπάς , ο υδρονομέας , ο χαλκιάς , ο πιστικός κ.α. Στα χρόνια της Τουρκοκρατίας πλήρωναν και το δ ε κ α τ ι ά τ ι κ ο , δηλαδή το 1/10 της παραγωγής . Ό,τι απόμενε το ρίχναν στα σακιά η στις κοφίνες και το κουβαλούσαν στα σπίτια , για να το αποθηκεύσουν στ' αμπάρι η στις αποθήκες .

   Το πρώτο ψωμί όλο και κάπου θα το προσφέρουν . Στη Θράκη το κάνουν κουλούρι , το   τ ζ ι τ ζ ι ρ ο κ ο ύ λ ο υ ρ ο , γιατί το προσφέρουν στα τζίτζιρα , που με το τραγούδι του συνοδεύει και δίνει κουράγιο στους θεριστάδες και τους αλωνιστάδες .

   Στις 20 Ιουλίου είναι του Προφήτου Ηλιού του Θεσβίτου . Ο Άι Λιας είναι ο Άγιος των βουνών κι' οι εκκλησιές του σκαρφαλωμένες πάνω στις κορφές τους , που συχνά παίρνουν τ' όνομά τους . Είναι κι' ο Άγιος που ρυθμίζει τη βροχή , τη βροντή και τον κεραυνό . Αυτόν παρακαλούν οι άνθρωποί , γιατί στο χέρι του είναι να ρίξει η να κρατήσει τη βροχή . Κάθε που αστράφτει και βροντά , είναι ο Άγιος , λένε , που κυνηγάει πάνω στο άρμα του το διάβολο , κρατώντας και ρίχνοντας τον κεραυνό . Απ' αυτά είναι φανερό πως ο 'Αι Λιάς είναι για το σύγχρονο λαϊκό Έλληνα ό,τι ο Δίας κι ο Απόλλωνας για τους αρχαίους Έλληνες , και τους έχει υποκαταστήσει στη λαϊκή πίστη .

   Ο Άγιος , λένε , είναι στα ψηλά για τον καιρό , για τη βροχή , και προσπαθούν με μια παράδοση να εξηγήσουν γιατί προτίμησε σαν κατοικία του τις κορφές των βουνών : Ο Άι Λιάς ήτανε ναύτης κι' επειδή έπαθε πολλά απ' τη θάλασσα και πολλές φορές κινδύνεψε να πνιγεί , βαρέθηκε τα ταξίδια κι' αποφάσισε να πάει να μείνει σε μέρος που δεν ξέρουν τι είναι θάλασσα και καράβια . Προχωρούσε , λοιπόν , κρατώντας ένα κουπί στον ώμο του και ρωτούσε τι είναι αυτό που κρατάει . Όσο του έλεγαν " κουπί " , εκείνος προχωρούσε ακόμα πιο ψηλά , ωσότου έφτασε στη κορυφή του βουνού . Εκεί , σαν ρώτησε πάλι , του απάντησαν " ξύλο " .

    Τότε κατάλαβε πως δεν έχουν ιδέα από θάλασσα και πλεούμενα . Έτσι έμεινε μαζί τους . Πολύ θυμίζει η ιστορία αυτή μιαν άλλη , πολύ πιο παλιά , που αναφέρει ο Όμηρος στο λ της Οδύσσειας από το στίχο 121 κ.ε. Εκεί ο Οδυσσέας διηγείται ότι, όταν κατέβηκε στον Κάτω Κόσμο να μάθει τα μέλλοντα , η ψυχή του μάντη Τειρεσία τον συμβούλεψε , αφού σκοτώσει τους μνηστήρες , να πάρει ένα κουπί και να πάει σε τόπο που δεν ξέρουν τι είναι θάλασσα , καράβι και κουπί . Αυτό θα το καταλάβαινε , αν συναντούσε οδοιπόρο που θα του έλεγε πως το κουπί είναι φτυάρι . Τότε να το μπήξει στη γη και να θυσιάσει στον Ποσειδώνα .

   Για να τιμήσουν τον Άγιο , στη γιορτή του κάνουν μεγάλα πανηγύρια , όπου ανάβουν φωτιές που τις πηδούν και χορεύουν γύρω . Αλλού σφάζουν 10-15 πρόβατα , όλα αρσενικά , η ένα ταύρο που δεν έχει μπει στο ζυγό . Σε μερικούς τόπους σφάζουν κόκορα ( αλεκτοροθυσίες ) , και ας μη ξεχνάμε πως ι κόκορας στην αρχαία Ελλάδα ήταν σύμβολο του Ήλιου , επειδή προανάγγελλε την ημέρα . Έτσι ο ΆΙ Λιάς , μαζί με τη λατρεία του Ήλιου , κληρονόμησε και το σύμβολό του . Στις πόλεις που είχε ανομβρία έκαναν λιτανείες , για να στείλει ο Άγιος βροχή .

   Τ' Άι Λιός κάνουν και μαντείες για τον καιρό . Στην Κεφαλονιά , για παράδειγμα , παρατηρούν το μεσημέρι τον ουρανό , κι'αν είναι καθαρός , ο χειμώνας θα 'ναι μαλακός , κι' αν έχει σύννεφα , θα κάνει βαρύ χειμώνα . Στην Κω , κάθε ώρα της μέρας του Άι Λιός αντιστοιχεί σ' ένα μήνα . Ό,τι καιρό κάνει εκείνη την ώρα , τέτοιο καιρό , καλό η κακό , θα έχουμε τον αντίστοιχο μήνα . Ο προφήτης Ηλίας , εξαιτίας της προβιάς ( μηλωτής ) που φορούσε , έγινε απ' τους γουναράδες προστάτης Άγιός τους και οι γουναράδες της Καστοριάς τον τιμούν με επίσημο εορτασμό στη γιορτή του ...............K.